υπερπονος

υπερπονος
    ὑπέρπονος
    ὑπέρ-πονος
    2
    крайне измученный
    

(ὑ. γενόμενος διὰ γῆρας Plut.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "υπερπονος" в других словарях:

  • ὑπέρπονος — quite worn out masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υπέρπονος — ον, Α καταβεβλημένος από υπέρμετρους κόπους («διὰ γῆρας ὑπέρπονος γενόμενος», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + πόνος (πρβλ. ἐπί πονος)] …   Dictionary of Greek

  • ὑπέρπονοι — ὑπέρπονος quite worn out masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»